- ἔκαμες
- κάμνωworkaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'καμες — ἔκαμες , κάμνω work aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
ακρισία — η 1. η έλλειψη κρίσης, η ανοησία: Η ακρισία ήταν πάντα το κύριο γνώρισμά του. 2. άκριτη πράξη, ενέργεια: Αυτό που έκαμες ήταν μια ακρισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάποδος, -η — ο (πρόθ. ανά + πόδι) 1. αντίθετος προς το κανονικό, το συνηθισμένο ή αυτό που πρέπει: Έκαμες το ανάποδο απ αυτό που σου είπα. 2. δύσκολος: Η δουλειά από την αρχή τού φάνηκε ανάποδη. 3. παράξενος, δύστροπος: Είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος. 4. το θηλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανισόμερος — η, ο επίρρ. α αυτός που αποτελείται από άνισα μέρη: Η διαίρεση του κτήματος, όπως την έκαμες, είναι ανισόμερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοήθεια — η η ιδιότητα του κακοήθους, αισχρότητα, φαυλότητα: Αυτό που έκαμες είναι κακοήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφροσύνη — η χάσιμο του λογικού, τρέλα, πράξη ασύνετη: Αυτό που έκαμες ήταν παραφροσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρερμηνεία — η λαθεμένη ερμηνεία, παρεξήγηση, παρανόηση: Έκαμες παρερμηνεία των όσων σου είπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)